καρπιστεία

καρπιστεία
καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) [καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”